Φάυλλος — Φάϋλλος , Φάϋλλος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φάυλλος — Στρατηγός των Φωκέων, ένας από τους τέσσερις που πήραν μέρος στον Γ’ Ιερό Πόλεμο (355 346 π.Χ.). Ήταν αδελφός του Ονόμαρχου, που λεηλάτησε τους Δελφούς, και συνεχιστής του έργου του. Το 354 π.Χ. νικήθηκε στη Θεσσαλία από τον βασιλιά της… … Dictionary of Greek
ФАИЛЛ — • Phayllus, Φάϋλλος, брат Филомела и Ономарха, был побежден Филиппом в Фессалии и последовал (в 353 г. до Р. X.) в священной войне за Ономархом как предводитель фокидцев. Употребивши все свои средства на войну и увеличив жалованье… … Реальный словарь классических древностей
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
Φαύλλου — Φαΰλλου , Φάϋλλος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φαύλλῳ — Φαΰλλῳ , Φάϋλλος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φάυλλον — Φάϋλλον , Φάϋλλος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)